λευκωνυχία

λευκωνυχία
και λευκονυχία, η
λευκή χρώση τών νυχιών που οφείλεται σε διείσδυση φυσαλλίδων αέρα ανάμεσα στα κύτταρα τού σώματος τών νυχιών και προκαλείται γενικά από ελάχιστους επαναλαμβανόμενους μικροτραυματισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leuconychia < leuc(o)- (πρβλ. λευκ[ο]-) + -onychia (< onych- < ὄνυξ, -υχος) + κατάλ. -ia].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκονυχία — η βλ. λευκωνυχία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”